αναριθμώ

αναριθμώ
(-έω) (Α ἀναριθμοῡμαι, -έομαι)
νεοελλ.
αριθμώ, υπολογίζω εκ νέου, ξαναμετρώ
αρχ.
1. αναλογίζομαι, απαριθμώ, στοχάζομαι
2. αναθεωρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)-* + αριθμώ.
ΠΑΡ. αναρίθμητος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀναρίθμῳ — ἀνάριθμος without number masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναρίθμωι — ἀναρίθμῳ , ἀνάριθμος without number masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αριθμώ — (AM ἀριθμῶ, έω) απαριθμώ, μετρώ, υπολογίζω νεοελλ. 1. καθορίζω, χαρακτηρίζω κάτι με αριθμό 2. (για ομάδα ή σύνολο) περιλαμβάνω 3. υπολογίζω κατά προσέγγιση αρχ. 1. υπολογίζω τα χρέη μου, πληρώνω 2. θεωρώ, νομίζω 3. παθ. συγκαταλέγομαι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”